- πεντέτης
- -ες, Αβλ. πενταέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντέτης — of five years masc/fem acc pl (attic epic doric) πεντέτης of five years masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πεντέτης of five years masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντέτει — πεντέτης of five years masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πεντέτης of five years masc/fem/neut dat sg πεντέτεϊ , πεντέτης of five years dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντέτεις — πεντέτης of five years masc/fem acc pl πεντέτης of five years masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
πενταετής — ές ΝΜΑ, και αττ. τ. πενταετής και πεντέτης και πενθέτης, ες, θηλ. πενταετίς και αττ. τ. πενταέτις και πεντέτις, ουδ. και πεντάετες, Α 1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών 2. αυτός που διαρκεί πέντε χρόνια ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει… … Dictionary of Greek